- ξελόγιασμα
- το [ξελογιάζω]το αποτέλεσμα τού ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, αποπλάνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελόγιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, παραπλάνηση, αποπλάνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμυάλισμα — το 1. ξελόγιασμα, το να χάνει κανείς τα λογικά του ή να κάνει κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. εξώθηση στη διαφθορά με παραπλανητικά μέσα, ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
μαύλισμα — ατος, το [μαυλίζω] 1. προαγωγή σε πορνεία, μαστροπεία 2. κάλεσμα κατοικίδιων ζώων με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 3. παραπλάνηση θηραμάτων με μίμηση τής φωνής τους 4. ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
παραπλάνηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραπλανώ, εκτροπή από την ευθεία οδό, αποπλάνηση, ξελόγιασμα 2. εξαπάτηση, ξεγέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλανώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραπλάνηοις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
πλάνεμα — το, Ν [πλανεύω] 1. η ενέργεια τού πλανεύω, απάτη, παραπλάνηση («κάθε στίχος πλάνεμα / και κάθε λόγος ψέμα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με κοπέλα) αποπλάνηση, ερωτικό ξελόγιασμα … Dictionary of Greek